γιορτάσι

γιορτάσι
το βλ. γιορτή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γιορτάσι — το η γιορτή, το πανηγύρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < εορτάσειν, απρμφ. μέλλ. του εορτάζω (πρβλ. κοιμίσι, μεθύσι), με ανάπτυξη j από τη συνίζηση του συμπλέγματος εο (πρβλ. εορτάζω γιορτάζω)] …   Dictionary of Greek

  • μοιράσι — το (Μ μοιράσι) μερτικό, μερίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοιράσειν, απαρμφ. μέλλ. τού ρ. μοιράζω (πρβλ. γιορτάσι < ἑορτάσειν)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”